καταξοδεύω — καταξοδεύω, καταξόδεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταξοδεύω — και καταξοδιάζω καταξόδεψα και καταξόδιασα, καταξοδεύτηκα και καταξοδιάστηκα, καταξοδεμένος και καταξοδιασμένος, ξοδεύω πολλά, σπαταλώ: Καταξόδεψε την περιουσία του στις διασκεδάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνεκδαπανώ — άω, Α κατασπαταλώ, καταξοδεύω συγχρόνως («μήπως τῷ μοχθηρῷ χυμῷ συνεκδαπανήσῃς καὶ τὸν χρηστόν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκδαπανῶ «σπαταλώ, καταξοδεύω»] … Dictionary of Greek
έσθω — ἔσθω (ποιητ. τ. τού ἐσθίω) (Α) 1. τρώγω 2. (για ζώα) καταβροχθίζω ή τρέφομαι από κάπου 3. καταναλώνω οικονομικά, καταξοδεύω 4. (στην ΠΔ για το αίμα) αντί τού ρ. πίνω («τὴν ψυχὴν τὴν ἔσθουσαν τὸ αἷμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εσθίω] … Dictionary of Greek
αμαλδύνω — ἀμαλδύνω (Α) (επική και ιωνική λέξη) 1. μαλακώνω, απαλύνω, μετριάζω 2. συντρίβω, αφανίζω, καταστρέφω 3. θέτω τέρμα σε κάτι 4. ταπεινώνω, υποβιβάζω 5. σπαταλώ, καταξοδεύω 6. παραμελώ, μεταχειρίζομαι άσχημα 7. αποκρύπτω, αλλοιώνω, κάνω κάτι… … Dictionary of Greek
δημοβορώ — δημοβορῶ ( έω) (Μ) [δημοβόρος] είμαι δημοβόρος, καταξοδεύω όσα ανήκουν στον λαό, στο δημόσιο … Dictionary of Greek
διασκορπίζω — (AM διασκορπίζω) 1. σκορπίζω εδώ κι εκεί, διασπείρω 2. κατασπαταλώ, διασπαθίζω, καταξοδεύω αρχ. 1. προκαλώ ταραχή ή σύγχυση σε κάποιον 2. σπέρνω ή λιχνίζω … Dictionary of Greek
εκδαπανώ — (AM ἐκδαπανῶ, άω) ξοδεύω εντελώς, καταξοδεύω (α. «ἐκδαπανῶ οὐσίαν» σπαταλώ την περιουσία β. «ῥαθύμως τὸν βίον μου ὅλον ἐκδαπανήσας» σπατάλησα όλη μου τη ζωή, άσκοπα και βαριεστημένα) μσν. καταστρέφω … Dictionary of Greek
εξαναλίσκω — ἐξαναλίσκω και έξαναλῶ, όω, Μ και ἐξαναλώνω (AM) [αναλίσκω] 1. ξοδεύω εντελώς, καταδαπανώ, καταξοδεύω («καὶ τὰ μὲν παρ έμοῡ ἐξανηλωμένα», Δημοσθ.) 2. εξαντλώ, φθείρω («[τὸ ὑγρὸν] ἐξανήλωσεν ὁ ἥλιος», Θεόφρ.) 3. καταστρέφω εντελώς, αφανίζω («οὔπω… … Dictionary of Greek
εσθίω — ἐσθίω (AM) τρώγω αρχ. 1. (για θηρία) καταβροχθίζω 2. (για φωτιά και διαβρωτική νόσο) κατατρώγω («πάντας πῡρ ἐσθίει», Αισχύλ. «ἔλκεα ἐσθιόμενα», Ιπποκρ.) 3. φθείρω, στενοχωρώ («ἐσθίειν ἑαυτόν» στενοχωρεί τον εαυτό του) 4. βάζω μέσα στο στόμα μου… … Dictionary of Greek