καταξοδεύω

καταξοδεύω
και καταξοδιάζω
1. (ενεργ. και μεσ.) κάνω υπερβολικές δαπάνες, ξοδεύω αφειδώς, σπαταλώ («καταξοδεύει την περιουσία του στα ταξίδια»)
2. βάζω κάποιον σε πολλά έξοδα («μέ καταξόδεψε με τις απαιτήσεις του αυτό το παιδί»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταξοδεύω — καταξοδεύω, καταξόδεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταξοδεύω — και καταξοδιάζω καταξόδεψα και καταξόδιασα, καταξοδεύτηκα και καταξοδιάστηκα, καταξοδεμένος και καταξοδιασμένος, ξοδεύω πολλά, σπαταλώ: Καταξόδεψε την περιουσία του στις διασκεδάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνεκδαπανώ — άω, Α κατασπαταλώ, καταξοδεύω συγχρόνως («μήπως τῷ μοχθηρῷ χυμῷ συνεκδαπανήσῃς καὶ τὸν χρηστόν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκδαπανῶ «σπαταλώ, καταξοδεύω»] …   Dictionary of Greek

  • έσθω — ἔσθω (ποιητ. τ. τού ἐσθίω) (Α) 1. τρώγω 2. (για ζώα) καταβροχθίζω ή τρέφομαι από κάπου 3. καταναλώνω οικονομικά, καταξοδεύω 4. (στην ΠΔ για το αίμα) αντί τού ρ. πίνω («τὴν ψυχὴν τὴν ἔσθουσαν τὸ αἷμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εσθίω] …   Dictionary of Greek

  • αμαλδύνω — ἀμαλδύνω (Α) (επική και ιωνική λέξη) 1. μαλακώνω, απαλύνω, μετριάζω 2. συντρίβω, αφανίζω, καταστρέφω 3. θέτω τέρμα σε κάτι 4. ταπεινώνω, υποβιβάζω 5. σπαταλώ, καταξοδεύω 6. παραμελώ, μεταχειρίζομαι άσχημα 7. αποκρύπτω, αλλοιώνω, κάνω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • δημοβορώ — δημοβορῶ ( έω) (Μ) [δημοβόρος] είμαι δημοβόρος, καταξοδεύω όσα ανήκουν στον λαό, στο δημόσιο …   Dictionary of Greek

  • διασκορπίζω — (AM διασκορπίζω) 1. σκορπίζω εδώ κι εκεί, διασπείρω 2. κατασπαταλώ, διασπαθίζω, καταξοδεύω αρχ. 1. προκαλώ ταραχή ή σύγχυση σε κάποιον 2. σπέρνω ή λιχνίζω …   Dictionary of Greek

  • εκδαπανώ — (AM ἐκδαπανῶ, άω) ξοδεύω εντελώς, καταξοδεύω (α. «ἐκδαπανῶ οὐσίαν» σπαταλώ την περιουσία β. «ῥαθύμως τὸν βίον μου ὅλον ἐκδαπανήσας» σπατάλησα όλη μου τη ζωή, άσκοπα και βαριεστημένα) μσν. καταστρέφω …   Dictionary of Greek

  • εξαναλίσκω — ἐξαναλίσκω και έξαναλῶ, όω, Μ και ἐξαναλώνω (AM) [αναλίσκω] 1. ξοδεύω εντελώς, καταδαπανώ, καταξοδεύω («καὶ τὰ μὲν παρ έμοῡ ἐξανηλωμένα», Δημοσθ.) 2. εξαντλώ, φθείρω («[τὸ ὑγρὸν] ἐξανήλωσεν ὁ ἥλιος», Θεόφρ.) 3. καταστρέφω εντελώς, αφανίζω («οὔπω… …   Dictionary of Greek

  • εσθίω — ἐσθίω (AM) τρώγω αρχ. 1. (για θηρία) καταβροχθίζω 2. (για φωτιά και διαβρωτική νόσο) κατατρώγω («πάντας πῡρ ἐσθίει», Αισχύλ. «ἔλκεα ἐσθιόμενα», Ιπποκρ.) 3. φθείρω, στενοχωρώ («ἐσθίειν ἑαυτόν» στενοχωρεί τον εαυτό του) 4. βάζω μέσα στο στόμα μου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”